χυλοῦ

χυλοῦ
χῡλοῦ , χυλός
juice
masc gen sg
χυλόω
convert into juice
pres imperat mp 2nd sg
χυλόω
convert into juice
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χύλου — χυλόω convert into juice pres imperat act 2nd sg χυλόω convert into juice imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτνος — ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α) πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας» …   Dictionary of Greek

  • εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… …   Dictionary of Greek

  • χυλοθώρακας — ο, Ν ιατρ. συλλογή χυλού στην κοιλότητα τού υπεζωκότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chylothorax < χυλός + θώραξ / ακας) …   Dictionary of Greek

  • χυλοπεριτόναιο — το, Ν ιατρ. συλλογή χυλού στην περιτοναϊκή κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chyloperitoine < χυλός + περιτόναιο] …   Dictionary of Greek

  • χυλουρία — η, Ν ιατρ. η απέκκριση χυλού στα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chylurie < χυλός + ουρία*] …   Dictionary of Greek

  • χυλοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά και κυκλοφορία τού χυλού στον οργανισμό 2. φρ. α) «χυλοφόρα αγγεία» ανατ. τα λεμφαγγεία που μεταφέρουν τον χυλό από το λεπτό έντερο στον μείζονα θωρακικό πόρο, από… …   Dictionary of Greek

  • χυλόρροια — η, Ν ιατρ. η εκροή χυλού από τον μείζονα θωρακικό πόρο ή από άλλα χυλοφόρα αγγεία τού εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + ρέω, πρβλ. πυό ρροια] …   Dictionary of Greek

  • γρεγαρινόμορφα — Τάξη πρωτοζώων που περιλαμβάνει μονοκύτταρα όντα σχετικά μεγάλου μεγέθους με σώμα ωοειδές ή σκωληκοειδές. Το κυτταρόπλασμα των πρωτοζώων αυτών καλύπτεται από παχιά μεμβράνη που φέρει μακριές ραβδώσεις. Τα γ. είναι παρασιτικά πρωτόζωα εξωκυτταρικά …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”